- μυιοσόβος
- μυιο-σόβος, ον,A flapping away flies, AP9.764 (Paul. Sil.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυιοσόβος — μυιοσόβος, ον (Α) αυτός που διώχνει τις μύγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυῖα «μύγα» + σόβος (< σόβη < σοβῶ «απομακρύνω, διώχνω»)] … Dictionary of Greek
μυιοσόβου — μυιοσόβος flapping away flies masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύγα — (musca domestica). Έντομο της οικογένειας των μιιδών, της τάξης των διπτέρων. Το κεφάλι φέρει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς, κεραίες κοντές και στοματικά όργανα μυζητικού τύπου, που αποτελούνται κυρίως από το κάτω χείλος, επίμηκες σαν προβοσκίδα,… … Dictionary of Greek